- ξιφουλκία
- ξιφουλκίᾱ , ξιφουλκίαdrawing of a swordfem nom/voc/acc dualξιφουλκίᾱ , ξιφουλκίαdrawing of a swordfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξιφουλκία — η (Α ξιφουλκία) [ξιφουλκός] η ξιφούλκηση … Dictionary of Greek
ξιφουλκίας — ξιφουλκίᾱς , ξιφουλκία drawing of a sword fem acc pl ξιφουλκίᾱς , ξιφουλκία drawing of a sword fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφουλκίαν — ξιφουλκίᾱν , ξιφουλκία drawing of a sword fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφούλκηση — ξιφούλκηση, η και ξιφουλκία, η το τράβηγμα του σπαθιού έξω από τη θήκη, το ξεσπάθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)